- χειρίζομαι
- ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός](στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ.γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν», Πολ.δ. «ἀργυρικὸς λόγος... λημμάτων καὶ ἀνηλωμάτων τῶν δι' ἐμοῡ χειριζομένων», πάπ.)νεοελλ.1. κάνω συγκεκριμένους χειρισμούς οργάνων και μηχανημάτων2. διεξάγω, διεκπεραιώνω («χειρίζεται τα θέματα μεταθέσεων και αποσπάσεων»)3. (κυριολ. και μτφ.) χρησιμοποιώ κάτι ως όργανο, ως μέσο (α. «χειρίζεται με ευκολία τον τόρνο» β. «χειρίζεται την ελληνική γλώσσα άριστα»)μσν.-αρχ.(το ενεργ.) κατέχω ένα αξίωμααρχ.1. (το ενεργ.) α) έχω ή καλλιεργώ μια σκέψη, μια γνώμη ή μια άποψηβ) (σχετικά με συναίσθημα) κρατώ υπό έλεγχο, συγκρατώ2. (ενεργ. και παθ.) (για χειρουργό) κάνω εγχείρηση3. (το μέσ.) διορίζω, καθιστώ ή αναγορεύω, αναδεικνύω4. (το παθ.) μτφ. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι («γενέσει χειρισθεὶς ἀπέθανες», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.